ἀδηφαγία — ἀδηφαγίᾱ , ἀδηφαγία gluttony fem nom/voc/acc dual ἀδηφαγίᾱ , ἀδηφαγία gluttony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίᾳ — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδηφαγίᾳ — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδηφαγία — η η πολυφαγία, η απληστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀδηφαγίας — ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem acc pl ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίας — ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem acc pl ἀδηφαγίᾱς , ἀδηφαγία gluttony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαι — ἀδηφαγίᾱͅ , ἀδηφαγία gluttony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαν — ἀδηφαγίᾱν , ἀδηφαγία gluttony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγιῶν — ἀδηφαγία gluttony fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφαγίαις — ἀδηφαγία gluttony fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)